- δασόβιος
- -α, -ο(για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση.[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασόβιος — α, ο αυτός που ζει στα δάση: Τα δασόβια ζώα αντιμετωπίζουν πια πρόβλημα επιβίωσης, λόγω έλλειψης δασών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλσοδίαιτος — η, ο αυτός που ζει στα άλση, δασόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + δίαιτα] … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek
δασοδίαιτος — η, ο ο δασόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + δίαιτος < διαιτώμαι «ζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» ή < δίαιτα (πρβλ. λιτοδίαιτος, ολιγοδίαιτος). Η λ. μαρτυρείται στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
υλειώτης — ὁ, Α (ως επίθ. τού Πανός) αυτός που ζει στα δάση, δασόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη, αναλογικά προς το «Παν ὀρειώτας»] … Dictionary of Greek
δασοδίαιτος — η, ο ο δασόβιος: Ο λύκος είναι δασοδίαιτο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)